Σύντομη ιστορία της τουρκικής λογοτεχνίας
- Source Date: 31/12/1997
- Source Url: http://www.herkulmillas.com/el/hm-makaleleri/glossa-logotexnia/619-tourkiki-logotexnia.html
του Ηρακλή Μήλλα: λήμμα με τίτλο "Τουρκική Λογοτεχνία" στο Παγκόσμια Λογοτεχνία της Εκδοτικής Αθηνών (1997)
Με τον όρο τουρκική λογοτεχνία νοείται κυρίως η τουρκόφωνη λογοτεχνία του μικρασιατικού και βαλκανικού χώρου.
Τα τουρκικά, τα οποία ουσιαστικά αποτελούνται από μια πληθώρα διαλέκτων και ιδιωμάτων της αλταϊκής ομογλωσσίας, χρησιμοποιήθηκαν από διάφορους τουρκόφωνους λαούς, οι οποίοι έζησαν και ζουν σε μια ευρεία έκταση, τα όρια της οποίας περιλαμβάνουν την Κίνα στα ανατολικά και τα Βαλκάνια στα δυτικά. Λογοτεχνικά κείμενα της οικογένειας των τουρκικών γλωσσών εμφανίστηκαν πολύ πριν από την παρουσία των εθνικών κρατών και των εθνικών ταυτοτήτων των διαφόρων τουρκόφωνων λαών.
Τα αρχαιότερα κείμενα στα τουρκικά
Είναι γνωστά με το όνομα «Ορχόν-Γενισέι» και διαβάστηκαν από τον Ου. Τόμσον το 1898. Ανακαλύφθηκαν στη Μογγολία και χρονολογούνται από τον 8ο αι. μ.Χ.. Τα κείμενα αυτά είναι γραμμένα πάνω σε μάρμαρα και ταφόπετρες με τους σκανδιναβικούς «ρουνικούς·» χαρακτήρες σε μια αρχαία διάλεκτο που συγγενεύει με τα ουγκαρικά και ογουζικά, και ιστορούν τις επιτυχίες των ηγεμόνων της εποχής.
Τα τουρκικά φυλά της Ασίας ανέπτυξαν μια «δημοτική», όπως ονομάστηκε μεταγενέστερα, λογοτεχνία. που ήταν βασικά μια προφορική ποίηση εμπνευσμένη από το μανιχαϊσμο και το βουδισμό. Περιπλανώμενοι και βασικά ανώνυμοι ποιητές και ραψωδοί, που ενδεχομένως επωμίζονταν και καθήκοντα μάγων και ιερέων, απήγγειλαν τετράστιχα από ισοδύναμες συλλαβές (συλλαβική μετρική) με μέτρο, ένα μέτρο που ενδείκνυται στα τουρκικά και που παρατηρείται σε όλη την τουρκική δημοτική ποίηση. Λίγα δείγματα αυτών των ποιημάτων ανακαλύφθηκαν σε ανασκαφές στο Τουρφάν της Κεντρικής Ασίας.
Τα γράμματα μετά από τον εξισλαμισμό
Σταθμός στη λογοτεχνία των τουρκόφωνων λαών αποτελεί η επαφή τους με το Ισλάμ. Μετά από τον εξισλαμισμό των Τούρκων μεταξύ 10ου και 12ου αι., εκτός της δημοτικής εξελίχθηκε παράλληλα και μια λογοτεχνία. Στην Κεντρική Ασία αναπτύχθηκε μια τουρκοισλαμική φιλολογία σε διάφορες διαλέκτους. Το ποίημα Κουτατγκού Μπιλίκ (1069) του Γιουσούφ Χας Χατζίμπ είναι το πρώτο τουρκόφωνο διδακτικό ποίημα, επηρεασμένο από τη βουδιστική παράδοση και ακολουθεί την λόγια περσική λογοτεχνική παράδοση. Άλλοι μεγάλοι τουρκόφωνοι δημιουργοί όπως ο Αλή Σιρ Νεβάι (1441-1501), ο οποίος έγραψε στην τσαγαταϊκή διάλεκτο, θα πρέπει να ενταχθούν στις «εθνικές» λογοτεχνίες των ασιατικών τουρκικών κρατών, αν κι έχουν επηρεάσει τη λόγια λογοτεχνία της Μικράς Ασίας. Η τουρκική λογοτεχνία παρουσιάζει αυτόν το διπολισμό μεταξύ λόγιας και δημοτικής λογοτεχνικής έκφρασης σχεδόν μέχρι την ίδρυση της σύγχρονης τουρκικής δημοκρατίας (1923) εποχή από την οποία στο εξής η λόγια παράδοση υποχώρησε αισθητά.
Η δημοτική λογοτεχνία
Το Ισλάμ συνέβαλε σε μια σχετική πολιτιστική συνοχή των τουρκικών φύλων, ενισχύοντας το αίσθημα μιας θρησκευτικής κοινότητας και μιας κοινής ταυτότητας. Σ' αυτήν την περίοδο οι νομάδες εγκαθίστανται σε πόλεις ή σε μικρότερους μονίμους οικισμούς. Έκτοτε, τα τουρκικά επηρεάζονται αισθητά από τα αραβικά και τα περσικά, ειδικά στον τομέα της λογοτεχνίας, με δάνεια λέξεων της αραβικής γραφής του Κορανίου και εν μέρει του συντακτικού της αραβικής και περσικής. Και ενώ τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα αναπτύσσουν μια λόγια λογοτεχνία, οι λαϊκές μάζες έμειναν προσκολλημένες στη δημοτική παράδοση.
Τα έργα που είναι ευρύτερα γνωστά ως «δημοτική λογοτεχνία», προέρχονται από τους Τούρκους (τα φυλά Ογούζ) που κινήθηκαν δυτικά, προήλασαν στη Μικρά Ασία τον 12ο αι. και χρησιμοποίησαν τις «διαλέκτους της Ανατολίας» (Μικρός Ασίας) ή τα αζερικά. Η τουρκόφωνη λογοτεχνία που δημιούργησε και οικειοποιήθηκε ο πληθυσμός της Μικράς Ασίας, αποτελεί τη βάση της λογοτεχνίας της σύγχρονης Τουρκίας. Η τουρκική λαϊκή λογοτεχνία της Μικράς Ασίας παρουσίασε τα σημαντικότερα έργα τον 13ο αι., ή την εποχή των Σελτζούκων,. Ένας από τους διασημότερους Τούρκους ποιητές όλων των εποχών, ο Γιουνούς Εμρέ (1240-1321 ;), χρησιμοποίησε τα τουρκικά επιτυχώς και έγινε πηγή έμπνευσης για τις επόμενες γενιές. Μέχρι τα τέλη του 15ου αι. οι ποιητές Καϊγκουσούκ Αμπντάλ, Σαήτ Εμρέ, Χατζή Μπαϊράμ Βέλη, Πιρ Σουλτάν Αμπντάλ, Μπαλίμ Σουλτάν, Χασάν Ντεντέ κ.ά. έκαναν χρήση και της περσικής γλώσσας.
Αυτή η λαϊκή λογοτεχνική δημιουργία αποτελείται, ως τον 16ο αι., από ποίηση εμπνευσμένη από το κοινωνικο-θρησκευτικό ρεύμα του σουφισμού (tasavvuf), δηλαδή από μια αιρετική ερμηνεία του Ισλάμ. Ο σουφισμός με χαρακτηριστικά πανθεϊσμού, μυστικισμού και ησυχασμού, ήταν η ιδεολογική βάση των οπαδών ορισμένων ταγμάτων όπως των μπεκτασίδων, των μεβλεβίδων κ.ά., ρεύματα τα οποία συνεχίζουν να υπάρχουν και στις ημέρες μας. Οι στίχοι του Γ. Εμρέ φανερώνουν ανάγλυψα τον συγκρητισμό, τη διάθεση συμβίωσης με τις άλλες θρησκευτικές ομάδες της Ανατολίας και τον πανθεϊσμό που εμπεριέχει ο σουφισμός. Άλλοι μεγάλοι ποιητές του σουφισμού της Μικράς Ασίας, όπως οι Μεβλανά, Σουλτάν Βελέτ και Χατζή Μπεκτάς, που έγραφαν συνήθως στα αραβικά και περσικά (όπως κι ορισμένα ποιήματα στα ελληνικά με αραβικούς χαρακτήρες), κανονικά δεν θα πρέπει να συμπεριληφθούν στην τουρκική λογοτεχνία.
Τον 16ο αι. εμφανίζονται οι «ασίκηδες» (aşık) δηλαδή οι λαϊκοί περιφερόμενοι τροβαδούροι-ποιητές, οι οποίοι υμνούν την αγάπη (aşk) τραγουδώντας και παίζοντας ένα όργανο, το σάζι (saz). Ύμνοι, θρήνοι (ελεγεία), έπη και σκωπτικά ποιήματα αποτελούν μορφές αυτής της ποίησης. Συνήθως στο τελευταίο τετράστιχο αναφέρεται το όνομα του ποιητή. Η γλώσσα δεν είναι εξεζητημένη, η ομοιοκαταληξία εξασφαλίζεται συνήθως μ' ένα μονό φθόγγο και ο ρυθμός επιτυγχάνεται με τη συλλαβική μετρική και με στίχους επτά, οκτώ ή ένδεκα συλλαβών (4-3, 3-4, 4-4, 6-5, 4-4-3). Ορισμένα έπη είναι μακροσκελέστατα, όπως αυτό του Ντεντέ Κορκούτ το οποίο αποτελείται από 4,000 στίχους. Οι πρώτες μορφές αυτής της λαϊκής ποίησης δεν έχουν καταγραφτεί, αλλά τα ποιήματα επέζησαν μέσα από την προφορική παράδοση.
Γνωστοί ασίκηδες του 17ου αι. είναι οι Καρατζάογλαν, Ασίκ Ομέρ Γκεβχερή και Γκαζή Ασίκ Χασαν, του 18ου οι Ασίκ Αλή και Ασίκ Αμπντή, του 19ου οι Ντερτλή, Ζιχνή, Εμράχ και Νταντάογλου και του 20ού αι. οι Ασίκ Αλή Ιζζέτ και Ασίκ Βεισέλ. Στον τελευταίο αυτόν αιώνα οι ασίκηδες ασχολήθηκαν και με τα κοινωνικά προβλήματα της χώρας, ορισμένες φορές μ' έναν έντονο πολιτικοποιημένο «αριστερό» λόγο, όπως είναι η περίπτωση του Βεισελ (1894-1973). Σήμερα η παράδοση των ασίκηδων παρατηρείται πιο διαδεδομένη στα αγροτικά διαμερίσματα της ανατολικής Τουρκίας και στις περιοχές όπου κατοικούν οι αλεβήδες (σιίτες).
Η προφορική αφήγηση ως πρόζα ηρωικών ή ερωτικών περιπετειών αποτελεί άλλη μια μορφή της λαϊκής παράδοσης. Συνήθως η ανώνυμη αυτή δημιουργία αναφέρεται σε ήρωες που υπερασπίζονται το δίκαιο των αδυνάτων ή εκφράζουν τη «λαϊκή σοφία». Πολλές αφηγήσεις αποδίδονται σε ήρωες όπως ο Νασρεττίν Χότζα, γνωστός ως «Χότζας» στα ελληνικά, ο Μπεκτασή και ο Ιντζιλή Τσαβούς. Τα έργα των καραγκιοζοπαιχτών θα πρέπει να συμπεριληφθούν σ' αυτήν την προφορική παράδοση.
Η λόγια παράδοση
Ξεκινώντας από τον 13ο αι. υπό την επίδραση της αραβικής και περσικής λογοτεχνίας, αναπτύχθηκε από τα ανώτερα στρώματα της σελτζουκικής και οθωμανικής κοινωνίας μια λόγια παράδοση, γνωστή ως «η λογοτεχνία του ντιβάν». Η λέξη «ντιβάν» προέρχεται από τα αραβικά και σήμαινε συλλογή ποιημάτων αλλά και συνέλευση ανώτατων κρατικών λειτουργών. Η λόγια αυτή λογοτεχνία παρουσίασε τα καλύτερα της έργα τον 16ο και 17ο αι. και τελικά ατόνησε τον 19ο αι.
Τα βασικά χαρακτηριστικά του ντιβάν είναι η πληθώρα δανείων λέξεων, γραμματικών τύπων και ποιητικών μορφών από την αραβική και περσική λογοτεχνία. Το Κοράνιο, η ζωή και η διδασκαλία του Προφήτη, η περσική μυθολογία, η κοσμοθεωρία των σουφίδων και άλλων ηγετών του Ισλάμ αλλά και η καθημερινή ζωή είναι πηγές έμπνευσης γι' αυτή τη λογοτεχνία. Στην ποίηση χρησιμοποιούνται αποκλειστικά τυποποιημένοι οκτώ περίπου διαφορετικοί μετρικοί ρυθμοί (πόδια), που εξασφαλίζονται με βραχέα και μακρά φωνήεντα.
Οι ποιητές της σχολής αυτής στόχευαν στην τελειότητα της έκφρασης και στη δεξιοτεχνία του λόγου. Οι παρομοιώσεις, η υπερβολή, ο μεταφορικός λόγος κυριαρχεί. Προσκολλημένοι στους παραδοσιακούς τύπους, έγραψαν για τη ζωή γνωστών ανδρών και για περιπετειώδεις έρωτες, ύμνησαν πόλεις, αρχηγούς και αγαπημένες, αλλά παρουσίασαν και έργα με διδακτικό χαρακτήρα. Κάθε θέμα απαιτούσε και κάποιο αντίστοιχο τύπο ποιήματος. Το «γκαζέλ» π.χ. προσφερόταν για το πάθος της αγάπης η του ποτού κτλ., ενώ το «κασιντέ» για τον ύμνο κάποιου, το «μεσνεβή» για την ιστόρηση γεγονότων, το «ρουμπαή» για τον αφοριστικό, γνωμικό λόγο. Η συλλογή διάφορων ποιημάτων ενός ποιητή σ' ένα τόμο αποτελούσε ένα ντιβάν.
Η ποίηση του ντιβάν αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά επιτεύγματα του οθωμανικού πολιτισμού. Η φύση και οι άνθρωποι παρουσιάζονται σε μια ιδεατή και ιδεώδη διάσταση. Ειδικά η αγαπημένη είναι πάντα τέλεια, αφηρημένη και ο έρωτας πλατωνικός. Όπως και η δημώδης λογοτεχνία έτσι και το ντιβάν έχει επηρεαστεί αισθητά από το σουφισμό. Ο έρωτας πορεύεται πάντα προς το τέλειο, προς τον Θεό, το αίσθημα υπερισχύει της λογικής, ο ιδεώδης άνθρωπος αψηφάει τα γήινα και τις καθημερινές έννοιες, ενώ κάποια πικρία και απαισιοδοξία εμφανίζεται σαν να πηγάζει από την πεποίθηση μιας εφήμερης ζωής.
Μια πληθώρα ποιητών αλλά και ποιητριών, όπως η Μιχρή Χατούμ (αρχές 16ου αι.), άφησαν πίσω τους ένα ογκωδέστατο έργο, που ελάχιστα έχει μελετηθεί. Τα κυριότερα έργα άρχισαν να εμφανίζονται τον 16ο αι. π.Χ. με τον Νετζατή, αλλά με τον Μπακή (1526-1600) το ντιβάν γίνεται ισάξιο με αυτό της Περσίας. Ο Φουζουλή με το Λεϊαλά και Μετζνούν δημιουργεί ένα μεγάλο λυρικό έργο. Άλλοι μεγάλοι ποιητές είναι ο Νεφή (1582-1636), ο Νεντήμ (1681 -1730) και ο διδακτικός Ναμπή (1640-1712).
Η λόγια λογοτεχνία διέπρεψε και στον πεζό λόγο. Ιστορικές και ταξιδιωτικές αφηγήσεις, όπως αυτές των Λουτφή Πασά (τέλη 16ου αι.), Ασηκ Τσελεμπή (1520-1572), Χασάν Τσελεμπή (1547-1604), Εβλιά Τσελεμπή (1611-1681), Κιατήπ Τσελεμπή (1609-1656), Κοτσή Μπέη (17ος αι.) και Ναημά (1655-1716), θεωρούνται επιτυχημένα έργα της λόγιας παράδοσης του ντιβάν.
Η στροφή προς την ευρωπαϊκή λογοτεχνία
Οι εκσυγχρονιστικές μεταρρυθμιστικές προσπάθειες, οι οποίες ξεκίνησαν το 1839 από την ηγεσία της οθωμανικής αυτοκρατορίας με την ανακοίνωση του Γκιουλχανέ Χάττι Χουμαγιουνού (κίνημα γνωστό και ως Τανζιμάτ), επέφεραν μια σειρά αλυσιδωτών κοινωνικών αλλαγών. Η έκδοση της εφημερίδας Τερτζουμάνι Αχβάλ από τον Σινασή και τον Αγιάχ Εφέντη το 1860 θεωρείται η αφετηρία μιας νέας περιόδου με ευρωπαϊκό προσανατολισμό στην τουρκική λογοτεχνία. Αυτό το νέο ρεύμα υποστήριξε τις αλλαγές, προσπάθησε να ακολουθήσει τα ευρωπαϊκά λογοτεχνικά πρότυπα και κράτησε μια κριτική στάση απέναντι στην παραδοσιακή λογοτεχνία. Μέσα από τον τύπο, το θέατρο, το μυθιστόρημα, αλλά και τα «επιστημονικά» συγγράμματα και τις μεταφράσεις ευρωπαϊκών λογοτεχνικών έργων, είδος που παρουσίασε μια άνθηση σ' αυτή την περίοδο, δημιουργείται ένα νέο αναγνωστικό κοινό.
Το λογοτεχνικό αυτό ρεύμα κλείνει τον κύκλο του το 1896 και ακολουθεί η «Νέα Λογοτεχνία». Οι γνωστότεροι εκπρόσωποι αυτού του ρεύματος είναι ο Σινασή (1826-1871), ο Ναμίκ Κεμάλ (1840-1888), ο Ζιγιά Πάσα (1825-1880), ο Αλή Σουαβή (1839-1878), ο Αχμέτ Μιτχάτ (1844-1912) και ο Αχμέτ Τζεβντέντ Πάσας (1822-1895). Οι πρώτοι πέντε ήταν και εκδότες εφημερίδων. Η ανάγκη να επικοινωνήσουν με το ευρύτερο δυνατόν κοινό συνέβαλε στη χρήση μιας απλής γλώσσας κατανοητής από το τουρκόφωνο κοινό. Το γλωσσικό αποτελεί ένα από τα βασικά στοιχεία που διαφοροποιεί αυτούς τους στοχαστές από τους λογοτέχνες του ντιβάν. Το δεύτερο χαρακτηριστικό τους παρατηρείται στον ιδεολογικό τομέα. Οι εκφραστές του μεταρρυθμιστικού κινήματος Τανζιμάτ υποστήριξαν τα νέα ρεύματα της Δύσης, όπως την ελεύθερη έκφραση των πολιτών, το θετικισμό, την αισιοδοξία για ένα καλύτερο αύριο όλης της κοινωνίας που θα επιτευχθεί με τη συνειδητή προσπάθεια του ατόμου, κρατώντας όμως πάντα κάποιες αποστάσεις από την «αλλόθρησκη Δύση».
Ο Σινασή θεωρείται ο πρωτοπόρος αυτού του ρεύματος. Ήταν εκδότης εφημερίδων, μεταφραστής των Λα Φονταίν, Ρασίν, Λαμαρτίνου κ.ά., ποιητής και ο ίδιος και ο πρώτος θεατρικός συγγραφέας της τουρκικής λογοτεχνίας, που άσκησε κριτική με Τον γάμο του ποιητή (1859) στον παραδοσιακό τρόπο γάμου που συντελείται με τη διαμεσολάβηση των γονέων ερήμην των νέων. Ο Ν. Κεμάλ έγραψε ποιήματα με θέμα την ελευθερία και δύο μυθιστορήματα. Κυρίως υποστήριξε την «πατρίδα», αλλά με βάση τον ισλαμικό (όχι τον «τουρκικό») της χαρακτήρα. Θεωρήθηκε όμως ότι όξυνε τα πνεύματα με τα άρθρα του σε διάφορες εφημερίδες και τελικά εξορίστηκε, όταν παίχθηκε το θεατρικό του έργο Πατρίδα (1873). Παρ' όλα αυτά στην Τουρκία θεωρείται ένας από τους πρωτοπόρους της εθνικής λογοτεχνίας. Ο Ζιγιά Πασά έγραψε ποιήματα, σχετικά πλησιέστερα στο παραδοσιακό πνεύμα. Ο Α. Σουαβή, υποστήριξε το κοινοβουλευτικό σύστημα και ύμνησε τους Τούρκους της Ασίας, πράξη που θεωρείται μια από τις πρώτες ενδείξεις της δημιουργίας της τουρκικής εθνικής συνείδησης, μια και οι Οθωμανοί προσήπταν μέχρι τότε μιαν αρνητική έννοια στη λέξη «Τούρκος». Ο Α. Τζεβντέντ Πασά διέπρεψε ως ιστορικός, τα ιστορικά του κείμενα όμως θεωρούνται και καλαίσθητα ως λογοτεχνικά κείμενα. Ο Α. Μιτχάτ ήταν ένας πολυγραφότατος μυθιστοριογράφος και συγγραφέας θεατρικών έργων. Ο Ευαγγελινός Μισαηλίδης (περ. 1890), «Καραμανλής» (τουρκόφωνος Έλληνας), που έζησε στην Πόλη και στη Σμύρνη, εξέδωσε το 1871 -1872 στα «καραμανλίδικα», δηλαδή στα τουρκικά αλλά με γραφή ελληνικών χαρακτήρων, το πρώτο για ορισμένους Τούρκους ιστορικούς τουρκικό μυθιστόρημα, το Ταμασάι Δουνγιά (διασκευή του Πολύπαθους του Γρ. Παλαιολόγου).
Όλοι οι εκπρόσωποι αυτής της σχολής είχαν ως πρώτη τους μέριμνα τη διαφώτιση του κοινού, αδιαφορώντας για την καλλιτεχνική τελειότητα. Η δεύτερη γενιά αυτής της σχολής, στην οποία ανήκουν οι Ρετζαηζαντέ Εκρέμ (1847-1904), Αμπντουλχάκ Χαμήτ (1852-1937) και Σαμηπασαζαντέ Σεζαή (1860-1936), μερίμνησε για τον λογοτεχνικό της λόγο. Υπό την επίδραση του δυτικού ρομαντισμού και του καθεστώτος του αυταρχικού Αβδούλ Χαμήτ Β' απέφυγε τα κοινωνικά θέματα και επικεντρώθηκε, ειδικά στα ποιήματα της, στα προσωπικά δράματα των ηρώων της. Ο Ρ. Εκρέμ στο μυθιστόρημα του Η αγάπη για την άμαξα (1896) σατιρίζει τον Οθωμανό που θέλει να φέρεται όπως οι δυτικοί, ενώ ο Σ. Σεζαή στην "Περιπέτεια" του καταφέρεται κατά της δουλείας που την παρουσιάζει όχι τόσο ως κοινωνικό φαινόμενο, αλλά ως αποτέλεσμα ιδιοσυγκρασίας αρνητικών προσώπων. Αυτή η δεύτερη γένια του Τανζιμάτ εμφανίζεται ως ένα μεταβατικό στάδιο στο πέρασμα προς τη Νέα Λογοτεχνία.
Η περίοδος αναζητήσεων (1896-1923)
Η περίοδος των Βαλκανικών πολέμων, του Α' Παγκοσμίου πολέμου, της κατάρρευσης του Οθωμανικού κράτους και ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1919-1922, σημαδεύεται με έντονες αναζητήσεις στον πολιτικό, ιδεολογικό και λογοτεχνικό τομέα. Στις αρχές αυτής της περιόδου εμφανίζεται το πρόβλημα τουρκικής εθνικής ταυτότητας, μέσα απο αναζητήσεις μιας κοινοβουλευτικής αντιπροσώπευσης στο πολιτικό επίπεδο με το πραξικόπημα των Νεότουρκων (1908), και μέσα από ιδεολογικούς προσανατολισμούς οι οποίοι εκφράζονται ως οθωμανισμός, ισλαμισμός, παντουρκισμός, τουρκισμός, δίχως να γίνεται σαφές το περιεχόμενο αυτών των εννοιών και η σχέση τους με τη Δύση, η οποία γενικά λαμβάνεται ως πρότυπο αλλά και ως αντίπαλος. Η λογοτεχνία επηρεάζεται από τη διαπάλη της αναζήτησης και ορισμένες φορές επιστρατεύεται σ' αυτήν.
Η Νέα Λογοτεχνία είναι γνωστή και με το όνομα Σερβετ-ι-φουνουν, δηλαδή «Ο πλούτος των επιστημών», από το ομώνυμο περιοδικό από όπου ξεκίνησε το νέο ρεύμα. Ο Τεβφήκ Φικρέτ (1867-1915) και ο Τζενάπ Σεχαμπεττιν (1870-1934) είναι οι πιο γνωστοί ποιητές, ενώ οι Χαλήτ Ζιγιά Ουσακλίγκηλ (1866-1945) και Μεχμέτ Ραούφ (1875-1931) είναι οι μυθιστοριογράφοι που έδωσαν νέα ώθηση στον πεζό λόγο. Το γαλάζιο και το μαύρο (1897) και Ο απαγορευμένος έρωτας (1900) του Χ. Ζιγιά και Ο Σεπτέμβρης (1900) του Μ. Ραούφ, με την καλαίσθητη αφήγηση τους, την παρατήρηση του ανθρώπινου εσωτερικού κόσμου όπως και με τη νέα, περισσότερο ίση με τον άνδρα, θέση που αναγνωρίζουν στη γυναίκα, θεωρούνται από τα καλύτερα της τουρκικής λογοτεχνίας μέχρι σήμερα.
Η επίδραση του γαλλικού συμβολισμού και παρνασσισμού στην ποίηση, του ρεαλισμού στον πεζό λόγο, όπως και η ροπή προς τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, είναι αισθητή. Οι δημιουργοί της Νέας Λογοτεχνίας μερίμνησαν για την ποιότητα, χρησιμοποίησαν μια εξεζητημένη γλώσσα με πολλά γραμματικά στοιχεία από τα περσικά και τα αραβικά και προσπάθησαν για τη συγχώνευση παραδοσιακών ποιητικών μορφών με αντίστοιχες της Δύσης. Το θέμα του έρωτα κυριαρχεί με κάποια ρομαντική διάθεση και σχεδόν πάντα έχει την Κωνσταντινούπολη σαν σκηνικό.
Μια άλλη σχολή όμως, Η Αυγή του Μέλλοντος, η οποία ξεκίνησε στη Θεσσαλονίκη μετά το κίνημα των Νεότουρκων το 1908, άσκησε έντονη κριτική στη Νέα Λογοτεχνία προσάπτοντας της ελιτίστικες, αντιλαϊκές και συντηρητικές επιλογές. Στη διακήρυξη τους, το 1910, υποστήριξαν ότι η λογοτεχνία πρέπει να εξυπηρετεί τις μορφωτικές ανάγκες του λάου όπως και την ηθική ανύψωση του έθνους. Η αντιπαράθεση μεταξύ των δύο σχολών υπήρξε έντονη. Στα τέλη του 1912 ένα νέο ρεύμα, Η Εθνική Λογοτεχνία, πήρε τη σκυτάλη για να πορευτεί προς μια μάλλον εθνικιστική λογοτεχνία.
Τα γνωστότερα ονόματα των δύο συγγενικών αυτών «εθνικών» σχολών είναι οι πεζογράφοι: Ομέρ Σείφεττίν (1884-1920), Γιακούπ Καντρή Καραοσμάνογλου (1889-1974), Χαλιντε Εντήπ Αντίβαρ (1884-1964), Ρεφήκ Χαλήτ Καράι (1888-1965), Ρεσάτ Νουρή Γκιούντεκιν (1889-1956)· επίσης οι ποιητές Μεχμέτ Εμίν Γιούρντακουλ (1869-1944), Ζιγιά Γκοκαλπ (1876-1924), Ορχάν Σεϊφή Ορχόν (1890-1972), Γιουσούφ Ζιγιά Ορτάτς (1895-1967), Φαρούκ Ναφηζ Τσαμλίμπελ (1898-1973). Ο Αχμέτ Χασήμ (1883-1933) και ο Γιαχγιά Κεμάλ Μπεγιατλή (1884-1958), οι δύο μεγάλοι ποιητές της εποχής αυτής, συνδυάζουν τη ρομαντική συμβολική δυτική αντίληψη, τις μορφές του ντνβάν αλλά και το όραμα να γίνουν κατανοητοί από ένα ευρύτερο κοινό. Το μυθιστόρημα και η ποίηση είναι τα κυρίαρχα είδη της εποχής.
Οι υποστηρικτές της Εθνικής Λογοτεχνίας προσπάθησαν να εξαλείψουν την αραβική και περσική επιρροή στα τουρκικά, προωθώντας μια γλώσσα κατανοητή από τις λαϊκές μάζες. Στην ποίηση χρησιμοποίησαν τη συλλαβική μετρική. Στα διηγήματα και τα μυθιστορήματα τους καταπιάστηκαν και με την επαρχία, τον απλό πολίτη αλλά και με τα «εθνικά» θέματα, όπως ο τουρκισμός, η ανεξαρτησία, οι εχθροί του έθνους, το καλό και το μέλλον της χώρας.
Στην εποχή των αναζητήσεων, η αυτοκρατορική αντίληψη ενός πολυεθνικού ή ισλαμικού κράτους αντικαταστάθηκε με αυτό του μονο-εθνικού τουρκικού. Η λογοτεχνία ακολούθησε αυτές τις τάσεις. Φιλολογικοί σύλλογοι, όπως «Οι Νέες Γραφίδες» στη Θεσσαλονίκη το 1911 και «Η Τουρκική Χώρα» το 1912 στην Κωνσταντινούπολη, και δημοφιλείς διανοούμενοι, όπως ο κοινωνιολόγος Ζιγια Γκοκαλπ και ο ιστορικός Μεχμετ Φαούτ Κιοπρουλού (1890-1966), διέδωσαν τις νέες σκέψεις και μελέτησαν την παραδοσιακή τουρκική λογοτεχνία. Η ίδρυση (1923) του νέου τουρκικού κράτους, υπό την ηγεσία του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, έδωσε νέα ώθηση στην εθνική λογοτεχνία. Πολλοί από τους συγγραφείς της εθνικής λογοτεχνίας υπήρξαν και στενοί συνεργάτες του αναμφισβήτη του ηγέτη και της νέας κρατικής ελίτ. Το νέο κράτος άνοιξε όμως και νέους ορίζοντες.
Το νέο καθεστώς και η πολυμορφία
Η συνειδητή προσπάθεια των κυβερνήσεων της σύγχρονης τουρκικής δημοκρατίας, ειδικά τα πρώτα χρόνια του νέου κράτους, να προωθήσουν τα γράμματα, με τις μεταρρυθμίσεις στον πολιτισμικό τομέα, με την επιχορήγηση των καλλιτεχνών, με την προώθηση του δυτικού τρόπου πρακτικών και εκδηλώσεων, ήταν ευεργετικά για τη λογοτεχνία. Κρατικά ιδρύματα έβαλαν κάποια τάξη στο γλωσσικό θέμα, θεσπίζοντας την ομιλούμενη ως κυρίαρχη γλώσσα, μεταφράζοντας εκατοντάδες κλασικά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ενώ το αναγνωστικό κοινό αυξήθηκε με την ανάπτυξη της παιδείας και τη διευκόλυνση των εκδοτικών διαδικασιών.
Υπήρξε όμως και μια αρνητική πτυχή αυτής της κρατικής παρέμβασης. Οι απαγορεύσεις κατά των «αντικαθεστωτικών» και ορισμένων «πεπαλαιωμένων» εκδηλώσεων εμπόδισε τη φυσιολογική ανάπτυξη του πνεύματος. Ενώ υποστηρίχθηκαν οι οπαδοί της Εθνικής Λογοτεχνίας, οι οποίοι συνέχισαν να δημιουργούν και να εκδίδουν σε αρμονία με το παρεμβατικό κράτος, σχεδόν όλες οι μη ελεγχόμενες προσπάθειες αντιμετωπίστηκαν ως ύποπτες ή εχθρικές. Οι καλύτεροι και γνωστότεροι σύγχρονοι Τούρκοι λογοτέχνες, για πολλές δεκαετίες διώχθηκαν από τις αρχές. Οι συγγραφείς σ' αυτήν την περίοδο επωμίστηκαν και την ευθύνη της πολιτικής αντιπολίτευσης. Σχεδόν όλη η λογοτεχνική δημιουργία της νεότερης Τουρκίας είναι έντονα πολιτικοποιημένη, συνήθως αριστερών τάσεων, και λιγότερο συχνά και ειδικότερα τα τελευταία χρονιά συντηρητικών ισλαμικών. Σήμερα στην Τουρκία η λέξη «διανοούμενος» φέρει την έννοια του πολύπαθου αλτρουιστή πρωτοπόρου.
Την εποχή που ο Γ. Καντρή και η Χ. Εντήπ εξέδιδαν τα καλύτερα μυθιστορήματα της εθνικής λογοτεχνίας, Τον Ξένο (1932) και Τον Μπακάλη με τις Μύγες (1936), παρουσιάζοντας, το πρώτο, τη θλιβερή αποξένωση του Τούρκου αγρότη και το δεύτερο μια λαϊκή συνοικία της Πόλης, η φήμη ενός νέου ποιητή, του Ναζίμ Χικμέτ Ραν (1902-1963), επέφερε την εικοσιοκτάχρονη καταδίκη του σε φυλάκιση (1938) λόγω των «αριστερών» του ιδεών. Ο γνωστότερος αυτός σύγχρονος Τούρκος ποιητής υποχρεώθηκε μετά το 1950 να καταφύγει στη Σοβιετική Ένωση, αλλά επηρέασε αισθητά τη σύγχρονη τουρκική ποίηση.
Όπως ο Ν. Χικμέτ έτσι και οι τρεις μεγάλοι ποιητές, οι Ορχάν Βελή (1914-1950), ο Μελήχ Τζεβντέτ Αντάη (1915-2002) και ο Οκτάη Ριφάτ (1914-1988), ως πρωτοπόροι ενός νέου ρεύματος στην ποίηση με το όνομα «Το Περίεργο», που τους αποδόθηκε λόγω του τίτλου ενός βιβλίου τους, εγκατέλειψαν τη συλλαβική μετρική και θέσπισαν τον ελεύθερο στίχο. Τα έργα τους χαρακτηρίζονται από κοινωνικές ανησυχίες. Ο Τζαχήτ Σιτκή Ταραντζή (1910-1956), ο Φαζήλ Χουσνού Νταγλάρτζα (1914-2008), ο Μπεχτζέτ Νετζατίγκηλ (1916-1979), συνεχιστές της παραδοσιακής μετρικής, έγραψαν λυρικά και αισθητικά ποιήματα που αγαπήθηκαν πολύ.
Το Β΄ μισό του 20ου αιώνα
Τα τελευταία χρόνια ποιητές, ενημερωμένοι πάνω στα σύγχρονα ρεύματα, όλων των πεποιθήσεων και τάσεων, δημιούργησαν ακολουθώντας πιστά τα νέα τουρκικά και γενικά τον ελεύθερο στίχο. Μπορούν να αναφερθούν οι Αττίλα Ιλχάν, Εντήπ Τζάνσεβερ, Τζεμάλ Σουρεγια, Ιλχάν Μπερκ, Τζαν Γουτζέλ, Χασάν Χουσεγίν, Αταόλ Μπεχράμογλου, Ετζέ Αΐχάν, Οζτνεμήρ Ιντζέ, Τζεγκίζ Μπεκτάς, Σεζαή Καράκοτς και Ισμέτ Οζέλ - οι δύο τελευταίοι είναι γνωστοί και για τις ισλαμικές τους πεποιθήσεις.
Στο χώρο του πεζού λόγου, συγγραφείς όπως οι Πεγιαμή Σαφά (1899-1961), Αχμέτ Χαμντή Τάνπιναρ (1901-1962), Ταρήκ Μπουγρά (1918-1995) μπορούν και αυτοί να θεωρηθούν συνεχιστές της Εθνικής Λογοτεχνίας. Οι δύο πρώτοι είναι γνωστοί για την ψυχολογική προσέγγιση των θεμάτων τους και ο τελευταίος για την ιστορική, ενώ ο Ρ. Ν. Γκιούντεκιν συνεχίζει να θεωρείται ένας από τους καλύτερους ρεαλιστές συγγραφείς της νέας εποχής.
Το 1968 ο Χεκίμογλου Ισμαήλ με Τον Αμπντουλάχ από τη Μίνγιε, ένα μυθιστόρημα που έκανε επανειλημμένες εκδόσεις μέχρι σήμερα, εγκαινίασε μια νέα σχολή: την Ισλαμική Λογοτεχνία, όπως αποκαλείται από ορισμένους. Πολλοί συγγραφείς που δεν απέσπασαν τη γενικότερη αποδοχή του λογοτεχνικού κόσμου, όπως οι Αχμέτ Γκιουνμπάη Γιλντίζ, Γιαβούζ Μπαχαντίρογλου, Εμινέ Σενλίκογλου, με την πολιτικά και ιδεολογικά ενταγμένη τοποθέτηση τους, υποστήριξαν αντικαθεστωτικές, «αντικεμαλικές» και ισλαμικές απόψεις και ειδικά μετά το 1980 βρήκαν ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό.
Πάντως ο πεζός λόγος, που αναγνωρίστηκε και διεθνώς, προέρχεται από μια άλλη «αντικαθεστωτική» σχολή, αυτή της αριστεράς, όπως πολύ γενικά θα μπορούσε να αποκληθεί. Μυθιστοριογράφοι και διηγηματογράφοι όπως ο Σαίτ Φαίκ Αμπασιγιανήκ (1906-1954) και ο Σαμπαχαττίν Αλή (1906-1948), με την ευαίσθητη απεικόνιση της καθημερινής ζωής των απλών ανθρώπων, θεωρούνται οι πρωτοπόροι. Ακολούθησαν οι Ορχάν Κεμάλ (1914-1970) και Κεμάλ Ταχήρ (1910-1973), οι οποίοι έγραψαν για τους ανθρώπους των πόλεων, και ο χιουμοριστικός αλλά καυστικός Αζίζ Νεσίν (1915-1995). Ο Νετζατή Τζούμαλη (1921-2001) και ειδικά ο Ορχάν Παμούκ (1952-) σήμερα είναι δύο από τους πιο καταξιωμένους στον τομέα του πεζού λόγου.
Με κορυφαίο τον Γιασάρ Κεμάλ (1922-2015) συγγραφείς όπως οι Φακήρ Βαηκούρτ (1929-1999), Γιλμάζ Γκιουνέι (1931-1984) κ.ά. της σχολής που είναι γνωστή με την περιγραφική ονομασία «αγροτική λογοτεχνία», έφεραν τον αγροτικό χώρο στο προσκήνιο.
Μετά το 1980 παρουσιάστηκαν πολλοί νέοι συγγραφείς που παρουσίασαν έργα των περιόδων των δύο στρατιωτικών πραξικοπημάτων, του 1971 και του 1980. Δημιουργήθηκε μια σχολή που ονομάστηκε «Το μυθιστόρημα της 12ης Μαρτίου» ή «Η λογοτεχνία των βασανιστηρίων» και που χαρακτηρίζεται πρωτίστως από τη θεματική της. Επίσης στις δύο τελευταίες δεκαετίες διακρίνουμε μια έκρηξη γυναικών συγγραφέων. Οι Α. Αγάογλου, Ν. Μερίτς, Φουρουζάν, Π. Κουρ, Α. Κουτλού, Ντ. Ασένα, Τ. Οζλού. Λ. Ερμπήλ, Ν. Εράι, Φ. Χεπτσιλίνγκιρλέρ κ.ά. έφεραν στην επικαιρότητα τα προβλήματα και τις απόψεις το δευτέρου φύλου.
Σήμερα η τουρκική λογοτεχνία παρουσιάζει μια πολυμορφία που αντιπροσωπεύεται όχι μόνο από τους ποιητές και συγγραφείς όλων σχεδόν των παραδοσιακών σχημάτων της Δημοτικής Λογοτεχνίας κι των σύγχρονων τάσεων της παγκόσμιας λογοτεχνίας, αλλά και των πολιτιστικών και πολιτικών τάσεων που συγκρούονται μέσα στη χώρα.
--> για την τουρκική λογοτεχνία στην Ελλάδα άρθρα : πρώτο