Το Ethos είναι "το κάτι άλλο"
του Turkey Today: τί λέγεται για τη σειρά
Για τη Γεωργία Δρακάκη, ο 43χρονος και καταξιωμένος σεναριογράφος και σκηνοθέτης με σημαντική προϊστορία στο θέατρο, Berkun Oya, έγραψε και σκηνοθέτησε ένα σύγχρονο δράμα βραδείας καύσης, με στοιχεία ντοκιμαντέρ και την Φωτογραφία σε συμπρωταγωνιστικό με τους ηθοποιούς ρόλο. «Ήρωες» της διπλανής πόρτας, καθόλου άγνωστοι σε κάποιον που έχει ζήσει στην Κωνσταντινούπολη του 21ου αιώνα λίγες περισσότερες ημέρες από όσες χρειάζονται να δει την Αγία Σοφία και να φάει πάνω στον Βόσπορο. Οι θλιμμένες γυναίκες με τις μαντίλες, οι posh μορφωμένες Τουρκάλες που αισθάνονται Ευρωπαίες και σουλατσάρουν στο Νισάντασι και στην Ταξίμ, οι άντρες που καπνίζουν σιωπηλοί στα καφενεία, ο Χότζας (ο Σοφός Γέρων της κοινότητας), οι μπερδεμένοι νέοι και οι παραδομένοι στο «έτσι είναι, έτσι μάθαμε» μεγαλύτεροι. Μες στα σπίτια τους, δεν διαφέρουν σε τίποτα από Αμερικανούς, Βαλκάνιους και Ευρωπαίους. Το άχθος των καθημερινών εργασιών, η άγρα του μεροκάματου, ο ύπνος μετά το σεξ, η βαριεστημάρα του πλούτου, οι καθημερινές αστικές εκδρομές με το λεωφορείο που συχνά αργεί, μερικά καρδιοχτύπια στο ενδιάμεσο για την αδελφή του γείτονα…
Η Δρακάκη διαφωνεί με την άποψη ότι το «Ethos» μάς βάζει να απαντήσουμε στο ερώτημα πώς (και όχι γιατί) θα ζήσουμε μαζί με εκείνους από τους οποίους μας χωρίζουν θρησκευτικές, κοινωνικές, πολιτικές και ανθρωπιστικές πεποιθήσεις και αξίες. Κατά την άποψή της, η σειρά λειτουργεί σαν ενοχλητικός καθρέφτης μας, μας δείχνει τους εαυτούς μας καταπρόσωπο, μας τους τρίβει στην μούρη. Επικαλείται για αυτό μια σκηνή όπου ο Χότζας με την κόρη του βλέπουν τηλεόραση και εμείς ως θεατές τους κοιτάμε να το κάνουν. Δηλαδή, οι ηθοποιοί είναι στραμμένοι στο μέρος μας, όπως κι εμείς στο δικό τους. Κοιταζόμαστε στα μάτια με τους ηθοποιούς, βλέποντας…τηλεόραση. Όλοι. Νιώθοντας κάτι εκείνη την στιγμή. Όλοι. Είτε είμαστε Τούρκοι χαρακτήρες μια σειράς, είτε Τούρκοι ριγμένοι στην αρένα της πραγματικότητας, είτε γήινοι από όποια μεριά του πλανήτη…
Το «Ethos», σύμφωνα με τη Δρακάκη, παραδίδει εξαιρετικά μαθήματα αντιρατσισμού στην πράξη. Δες μας, σου λέει. Πόσο διαφέρουμε από εσένα; Μήπως εσύ δεν έχεις τους δικούς σου εφιάλτες; Πού σταματά να φύεται η μόρφωση και ο αντικομφορμισμός (παιδί της Δύσης) για να ξεκινήσει να ανθίζει η αγάπη και η αποδοχή άνευ όρων; Ανάμεσα από τις ζωές των ηρώων που τραβούν την δική τους πορεία μες στην σειρά, υφαίνεται ένα διακριτό καλλιτεχνικό σύμπαν άξιο προς απόλαυση και ίσως μελέτη.
Η Δρακάκη θεωρεί ότι αξίζει να δει κανείς τη σειρά. Μπορεί να μην έχει λάβει θετικές κριτικές από τα τουρκικά ΜΜΕ αλλά αυτό ακριβώς είναι προς επίρρωση της αξίας και της αλήθειας της. Δεν βλέπεται ευχάριστα, με κρασάκι και ποπ κορν στον καναπέ. Είναι μια ζόρικη σειρά να την παρακολουθήσεις, αλλά όχι να την καταλάβεις. Τα μηνύματά της χτυπούν μονομιάς κάθε θεατή, ακόμα και όταν δεν γίνονται αντιληπτά στο ίδιο βάθος για όλους.
Όταν βλέπουμε αυτά τα οκτώ επεισόδια, μπορεί να μην μαθαίνουμε κάτι συγκλονιστικά καινούργιο, αλλά επιβεβαιώνουμε την υποψία μας ότι οι νεότεροι Τούρκοι έχουν αρχίσει πια να ασφυκτιούν ή να ανακαλύπτουν έστω ότι ασφυκτιούν. Η πρόοδος που συντελείται στους τομείς των ανθρώπινων δικαιωμάτων, το ξεγύμνωμα των καταπατημένων δικαιωμάτων χιλιάδων γυναικών ανά τον κόσμο, η μετατόπιση των ρόλων στο μέσο, σύγχρονο νοικοκυριό, η τέχνη που κι αυτή προχωρά και λειτουργεί ως νυστέρι κι ως κάτοπτρο δημιουργεί περισσότερες δυσκολίες σε μια γερασμένη τουρκική-ανατολίτικη φιλοσοφία να σταθεί στα πόδια της και να αντέξει.
Για τη Ζωή Δημητρίου επίσης είναι μια δύσκολη σειρά. "Ζητά από τους Τούρκους να αναλογιστούν τι σημαίνει θρησκεία και τι φανατισμός. Τους προσκαλεί σε οκτώ θεραπευτικές συναντήσεις με ψυχαναλυτές και ψυχολόγους μπας και νιώσουν την αμετακίνητη τυφλωμένη άρρωστη λογική τους έτοιμη να μαλακώσει και να αγαπήσει τις γυναίκες που τους τρέφουν, προσπαθούν να τους αγαπήσουν και να τους κάνουν ευτυχισμένους. Η Μεριέμ το λέει ξεκάθαρα: με κάνει ευτυχισμένη να ξέρω ότι τρώει το κέικ που του ετοίμασα. Και μιλάει για τον μοναδικό άνδρα που της φέρεται με ευγένεια και καλοσύνη, έστω και ψεύτικη. Τον γόη που κοιμίζει στο σπίτι τις πρωταγωνίστριες τούρκικων σειρών για τη μάζα και το λαό των παραγκουπόλεων και στο σπίτι του δουλεύει ως καθαρίστρια. Τι άλλο να κάνει μια γυναίκα του δημοτικού με σατράπη αδελφό στην σημερινή Κωνσταντινούπολη; Συνοπτικά για τη Δημητρίου, η σειρά αποτελεί το ψυχογράφημα μιας χώρας που σκοτώνει τις γυναίκες της.
Για τη Ζωή Παρασίδη, η σειρά διαθέτει αισθητική που διαφέρει και μια αφήγηση ευφυή που μπλέκει αριστοτεχνικά τις ιστορίες όλων των κεντρικών χαρακτήρων μεταξύ τους. Το Ethos κάνει αυτό που λίγες σειρές επιδιώκουν μέσα σε μόλις οκτώ 45λεπτα επεισόδια: δεν μας αφήνει να προσάψουμε στους χαρακτήρες τις συμπεριφορές τους. Γιατί πολύ απλά ερχόμαστε σε επαφή με τις μύχιες σκέψεις τους αλλά και με όσα τους καταπιέζουν και τους πνίγουν χωρίς να παρακολουθούμε κάτι επιτηδευμένα δραματικό. Ερχόμαστε σε επαφή με τη «σκιά» τους κατά Γιούνγκ, τη σκοτεινή πλευρά που όλοι έχουμε και πρέπει να γνωρίζουμε, γιατί «αν ο άνθρωπος έχει καταφέρει να αποδείξει τον εαυτό του, τότε τον γνωρίζει και τα καταπιεσμένα μέρη του εαυτού του δεν θα είναι πια η μοίρα του». Είναι αρκετά εκείνα που υπονοούνται στη σειρά αλλά αυτό που φαίνεται ξεκάθαρο είναι πως κοσμικοί και ευσεβείς, όλοι τους έχουν τους δικούς τους δαίμονες. Δεν θα δείτε ηρωισμούς από πλευράς τους παρά ανθρώπους και οικογενειακά περιβάλλοντα ρεαλιστικά, μια διχασμένη Τουρκία με πρωταγωνιστές που οφείλουν πρώτα να κοιτάξουν τα δικά τους ψεγάδια κι έπειτα όσων θεωρούν απέναντί τους.
Την σειρά συζητούν βέβαια πολλοί άλλοι αρθρογράφοι στην Ελλάδα. Συζήτηση με Τούρκους millenials πάνω στη σειρά πιάνει ο Γιάννης Κουτρούδης. Κλείνει το άρθρο του με τις πεποιθήσεις μιας φοιτήτριας στην Τουρκία και μιας οικονομικής μετανάστριας στο εξωτερικό. «Πιστεύω ότι ο Ερντογάν είναι πιο αποδυναμωμένος από ποτέ. Είναι θέμα χρόνου η αλλαγή. Φυσικά, εννοείται ότι ελπίζω σε μία θετική αλλαγή», λέει η Ελίφ. Η Νίσα παίρνει αμέσως τον λόγο και λέει: «Αν ο Ερντογάν χρειάστηκε 20 χρόνια, για να καταστρέψει την χώρα μας, εμείς θα χρειαστούμε 50 χρόνια, για να την αποκαταστήσουμε. Η ζημιά είναι μεγάλη. Αν δεν αλλάξει κάτι άμεσα, σε 10 χρόνια το πολύ θα είμαστε το Ιράν της Μεσογείου», τελειώνει κάπως σκεπτικά η Νίσα.